- επαγωγον
- ἐπαγωγόνἐπ-ᾰγωγόνadv. очаровательно
(μειδιᾶν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μειδιᾶν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπαγωγόν — ἐπαγωγός bringing on masc/fem acc sg ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγωγός — ό (Α ἐπαγωγός, όν) [επάγω] ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα») αρχ. 1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.) 2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες...… … Dictionary of Greek